ἐποτρύνων

ἐποτρύνων
ἐποτρύ̱νων , ἐποτρύνω
stir up
pres part act masc nom sg
ἐποτρύ̱νων , ἐποτρύνω
stir up
pres part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • όγε, ήγε, τόγε — / ὅγε, ἥγε, τόγε (Α) (η δεικτική αντωνυμία ὁ, ἡ, τό που γίνεται πιο εμφαντική με την προσθήκη τού μορίου γε και χρησιμοποιείται κυρίως για να δειχθεί και να δηλωθεί ένα πρόσωπο με πιο εκφραστικό και οριστικό τρόπο και να διακριθεί από άλλα) 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”